- ἀναβοῶσα
- ἀναβοάωcrypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)ἀναβοάωcrypres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναβοώσας — ἀναβοώσᾱς , ἀναβοάω cry pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀναβοώσᾱς , ἀναβοάω cry pres part act fem gen sg (doric) ἀναβοώσᾱς , ἀναβοάω cry pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀναβοώσᾱς , ἀναβοάω cry pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωή — Α επιφών. ε, εσύ («ἀναβοῶσα, ἧ κατεῑδες ὠὴ τὰς κύνας;», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δισύλλαβη μορφή τού επιφωνήματος ὤ* (πρβλ. λατ. ōhē)] … Dictionary of Greek